τσιφλικούχος

τσιφλικούχος
ο
θηλ. τσιφλικάς (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιφλικούχος — ο, η, Ν τσιφλικάς, ιδιοκτήτης τσιφλικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. ούχος* (< έχω), πρβλ. οικοπεδ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • τσιφλικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης τσιφλικιού, ο κάτοχος μεγάλου αγροκτήματος, τσιφλικούχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”